- ἀστροφόρος
- ἀστρο-φόρος, ον, ([etym.] φέρω)A bearing stars, Hymn.Is.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστροφόρος — ἀστροφόρος, ον (Α) ο έναστρος, αυτός που είναι γεμάτος άστρα … Dictionary of Greek
ἀστροφόροι — ἀστροφόρος bearing stars masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek